-
1 μυστηριον
τό преимущ. pl.1) тайное священнодействие, таинство, мистерииτὰ μεγάλα μυστήρια Eur., Arph. — великие мистерии (в честь Деметры, в Элевсине, в месяце боэдромионе);
τὰ μυστήρια ποιεῖσθαι Thuc. — справлять мистерии2) тайна, секрет
См. также в других словарях:
μυστήριο — Θρησκευτικό δραματικό είδος που άνθησε κατά τον Μεσαίωνα και προέρχεται από το λειτουργικό δράμα, από το οποίο διαφέρει τόσο κατά τον τόπο όπου παιζόταν όχι πια το εσωτερικό της εκκλησίας, αλλά το προαύλιό της και αργότερα μια πλατεία ή δρόμος… … Dictionary of Greek